- καμινευτῆρα
- καμῑνευτῆρα , καμινευτήρof a smith's bellowsmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οξυγονοκόλληση — Είδος αυτογενούς συγκόλλησης, που πραγματοποιείται με τη βοήθεια οξυακετυλενικής φλόγας. Η φλόγα αυτή παρέχεται από καμινευτήρα αυλό και οφείλει την ονομασία της στο γεγονός ότι η θερμότητα που χρειάζεται παρέχεται με καύση ακετυλένιου σε… … Dictionary of Greek
φιλήνεμος — ον, Α αυτός που αγαπά τον άνεμο («αὐλὸν καμινευτῆρα τὸν φιλήνεμον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἄνεμος (πρβλ. πυρ ήνεμος). Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
χαλκολαμπρίτης — Oνομάζεται και χαλκοσίνης. Ορυκτός θειούχος χαλκός (Cu2S). O χ. είναι ουσία πολύ μαλακή και πολύ εύθραστη, έχει σκληρότητα 2,5 3, ειδικό βάρος 5,5 5,8 και χρώμα σιδηρόφαιο ή μολυβδόχρωμο, πάντως σκοτεινό. Κρυσταλλώνεται κατά το ρομβικό σύστημα με … Dictionary of Greek